- μεγαληγορώ
- (Α μεγαληγορῶ, -έω) [μεγαλήγορος]λέγω μεγάλα λόγια, κομπάζω, καυχιέμαινεοελλ.μεταχειρίζομαι στον λόγο μου στομφώδες ύφοςαρχ.επαινώ, εγκωμιάζω («ἐπέστειλε τῇ τε συγκλήτῳ καὶ τῷ δήμῳ, τάς τε πράξεις μεγαληγορῶν», Ηρωδιαν.).
Dictionary of Greek. 2013.