μεγαληγορώ

μεγαληγορώ
(Α μεγαληγορῶ, -έω) [μεγαλήγορος]
λέγω μεγάλα λόγια, κομπάζω, καυχιέμαι
νεοελλ.
μεταχειρίζομαι στον λόγο μου στομφώδες ύφος
αρχ.
επαινώ, εγκωμιάζω («ἐπέστειλε τῇ τε συγκλήτῳ καὶ τῷ δήμῳ, τάς τε πράξεις μεγαληγορῶν», Ηρωδιαν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στομφάζω — ΝΑ [στόμφος] μιλώ με στόμφο, στομφολογώ, καυχιέμαι, κομπάζω, μεγαληγορώ αρχ. 1. μιλώ με γεμάτο, με μπουκωμένο στόμα 2. χρησιμοποιώ τραχιά, άξεστη διάλεκτο 3. αισθάνομαι μούδιασμα στο στόμα, όπως όταν τρώω κάτι ξινό …   Dictionary of Greek

  • στομφολογώ — στομφολογῶ, έω, ΝΑ στομφάζω, καυχησιολογώ, μεγαληγορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < στόμφος + λογῶ*] …   Dictionary of Greek

  • συμμεγαληγορούμαι — έομαι, Μ γίνομαι αντικείμενο επαίνου μαζί με άλλον ή άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μεγαληγορῶ «επαινώ, εγκωμιάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”